Κάποιος, κάπου εδώ τριγύρω. Στο μέσο της διαδρομής.
Ή, ή στην αρχή του τέλους ή στη μέση του πουθενά.
- Και πώς φεύγουμε από εδώ;
- Και πού να πάμε;
- Δεν ξέρω, κάπου όμορφα, κάπου που να υπάρχει κάτι για να πιστέψω.
- Κάπου θα υπάρχει θαμμένος κάποιος χάρτης.
- Πάμε να τον βρούμε μαζί; Φοβάμαι μόνος.
- Μην εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους. Ούτε κι εμένα.
- Θα ρισκάρω. Δεν πιστεύω να πονάς;
- Όχι, αντέχω. Πάμε.
- Το βλέπω στα μάτια σου, δεν έχεις μεγάλη αντοχή για κάτι τέτοιο.
- Φοβάμαι μη σε πληγώσω. Αλλά δεν πονάω. Ή ίσως να λίγο.
- Τότε άστο για μια άλλη φορά.
- Όχι, ας ξεκινήσουμε τώρα.
- Μα, σε βλέπω να λυγίζεις, να πέφτεις. Γιατί ρισκάρεις ενώ δεν αντέχεις;
- Γιατί αλλιώς θα σάπιζα στο βρώμικο κλουβί της ζωής.
- Και αυτό το αίμα που τρέχει τι είναι;
- Θα περάσει, όλα περνάνε.
- Και τότε γιατί κοιτάς πίσω σου συνέχεια;
- Εδώ πεθαίνουν οι άνθρωποι και φοβάμαι... Όχι γαμώτο! Πήραμε λάθος δρόμο!
- Άνοιξε το παράθυρο. Δεν μπορώ να αναπνεύσω.
- Βρωμάει αναισθησία, υποκρισία, ανθρώπους. Δεν μπορώ.
- Η πληγή μεγαλώνει. Δεν έπρεπε να ξεκινήσουμε. Κρατήσου. Πονάς πολύ;
- Αντέχω.
- Μείνε μαζί μου. Δεν μπορώ να παλέψω μόνος μου.
Και το φως του ασθενοφόρου αντανακλούσε στα σπασμένα γυαλιά. Παρέα περίεργες σιωπηλές φωνές.
- Και τελικά δε φτάσαμε ποτέ στο εκεί, γιατί εδώ ή πεθαίνεις ή τρελαίνεσαι.