Φυλακή, σκοτάδι, συνήθεια. Ξέρεις πως θα καταλήξει. Ξέρεις πως θα τελειώσει και θα το πετάξεις. Μετά θα το πατήσεις και θα φύγεις παίρνοντας καινούρια. Το παλιό θα αργοπεθαίνει και εσύ θα σιγοτραγουδάς χαμένος στα βρώμικα στενά. Και μετά θα εισβάλλει ένα φως στο οπτικό σου πεδίο. Θα το ακολουθήσεις σκεπτόμενος πως ίσως βρεις τη λύτρωση. Μα οι φόβοι θα σε πνίγουν. Θα σε κρατάν εγκλωβισμένο στη φυλακή που έφτιαξες ο ίδιος. Θα τελειώνει το οξυγόνο. Θα ψιθυρίσεις τις ίδιες λέξεις. Θα τις πεις στον εαυτό σου μπας και τις πιστέψεις, μα βαθιά μέσα σου θα ξέρεις πως θα ξαναπέσεις στην ίδια παγίδα. Χαμένος. Χαμένος κι ούτε μια χαραμάδα να μπαίνει αέρας. Μα αυτός ο πόλεμος στο κεφάλι σου θα συνεχίζεται. Οι φωνές θα σε ζαλίζουν. Δε θα μπορείς να τις ελέγξεις και θα τρελαίνεσαι.
Και αυτή θα τρέχει τρομαγμένη να κρυφτεί.
Θα κρύβεται μυστικά μέσα στη σιωπή.
Θα τη συντροφεύει η μουσική.
Και δε θα καταλάβεις όσο κι αν προσπαθείς.
Θα εθίζεσαι στον ήχο της βροχής.
Τα μονοπάτια του θανάτου θα τα αγνοείς.
Και αυτή θα τρέχει τρομαγμένη να κρυφτεί.
Θα κρύβεται μυστικά μέσα στη σιωπή.
Θα τη συντροφεύει η μουσική.
Και δε θα καταλάβεις όσο κι αν προσπαθείς.
Θα εθίζεσαι στον ήχο της βροχής.
Τα μονοπάτια του θανάτου θα τα αγνοείς.