Τσιγάρα, πολλά τσιγάρα. Και ένα κενό. Και ένας φόβος.
Ένα σύννεφο και η μοναξιά πάνω με ένα ύφος παράξενο-γελαστό.
Ίσως γλυκό-πικρό.
Και το κεφάλι βαρύ. Νιώθω βρώμικη σε σκοτεινά στενά παλιών αναμνήσεων.
Και αν με πλησιάσεις, πρόσεξε μην γευτείς το δηλητήριο μου, μια γλυκιά αυταπάτη.
Αυτή που αισθάνομαι όταν σε κοιτώ στα μάτια. Μόνο εσένα.
Και αυτήν την απέχθεια όταν αντικρίζω τους άλλους.
Φίλους και εραστές της μιας νύχτας. Της νύχτας που γελούσαμε και της επόμενης που γίναμε ξένοι.
Μα τίποτα δεν αλλάζει. Ίσως χειροτερεύει. Ίσως τελειώσει για πάντα το οξυγόνο. Και τότε πάλι εγώ θα σε κοιτώ και θα δακρύζω για τότε. Γιατί με ζωντάνεψες εκεί που νόμιζα πως ήμουν νεκρή στον κόσμο των παρανοϊκών και αηδιαστικών ανθρώπων.
Μα άσε τα λόγια και άναψε το τσιγάρο. Σήμερα θα μιλήσει η παλιά χαμένη μελωδία.